ἐπάγγελμα — promise neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επάγγελμα — Εργασία ή υπηρεσία που εκτελείται με συντονισμένο τρόπο από ένα άτομο, το οποίο είναι σε θέση να μετέχει στην οικονομική δραστηριότητα. Στην έννοια αυτή συμπεριλαμβάνεται και η σωματική ή πνευματική προσπάθεια της μαθητείας, που είναι απαραίτητη… … Dictionary of Greek
ἐπαγγελμάτων — ἐπάγγελμα promise neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπαγγέλμασι — ἐπάγγελμα promise neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπαγγέλμασιν — ἐπάγγελμα promise neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπαγγέλματα — ἐπάγγελμα promise neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπαγγέλματι — ἐπάγγελμα promise neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπαγγέλματος — ἐπάγγελμα promise neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γιατρός — Εκείνος που ασκεί την ιατρική ως επάγγελμα. Στην Ελλάδα, το δικαίωμα άσκησης του ιατρικού επαγγέλματος έχουν όσοι συμπληρώνουν με επιτυχία τον εξαετή κύκλο των σχετικών πανεπιστημιακών σπουδών στις ιατρικές σχολές της χώρας μας ή στις σχολές… … Dictionary of Greek
τέχνη — Σε γενική έννοια, τ. ονομάζεται κάθε ανθρώπινη δραστηριότητα που, χρησιμοποιώντας διάφορες γνώσεις, τις εφαρμόζει για την πραγματοποίηση ενός ορισμένου σκοπού. Η εκδοχή αυτή περικλείει με τη σειρά της 3 ξεχωριστές έννοιες του όρου: την αισθητική… … Dictionary of Greek